Εμφανίσεις Περιεχομένου : 1621576
Έχουμε 8 επισκέπτες συνδεδεμένους

Χριστόφορος Σκαρπάρης - Νόστος εν τόπω χλοερώ Εκτύπωση E-mail

 

ΟρνίθιΠήγα. Έβαλα κάτω την περηφάνια και την προκατάληψή μου και πήγα. Μ' ένα βάρος σαν κοτρόνι στο στήθος. Με το σάλιο πικρό σαν φαρμάκι. Πήγα. Κι ας ένιωθα πως πατούσα τον όρκο που έδωσα στον εαυτό μου να γυρίσω μόνο αν γυρίσω λεύτερος, χωρίς διατυπώσεις ψευτοσυνόρων κι άλλες παρόμοιες κατοχικές 'πραγματικότητες'. Πήγα. Κι ας με παίδεψε μερόνυχτα κείνη η αμείλικτη φωνή που 'λεγε και ξανάλεγε πως θα το μετανιώσω.

 

Κείνη η φωνή στάθηκε εμπόδιο θεόρατο. Όπως όλες οι φωνές της ψυχής, που νομίζεις ότι μπορείς να τις ξεγελάσεις, να τις νανουρίσεις με γλυκόλογα και γαλιφιές, μ' άξαφνα πετιούνται απάνω σα θεριά και σου αρχίζουνε τις γρατσουνιές και τις ξυλιές ώσπου να ματώσεις. Κι άμα δεν υποταχτείς στη βουλή τους, καρφώνουν τα γαμψά τους νύχια στον κόρφο σου και ξεριζώνουνε την καρδιά σου. Μην το ψάχνεις. Η κόλαση που λένε δεν είναι φωτιές και κατράμια που κοχλάζουν. Αυτά είναι παραμύθια των κιοτήδων και των παπάδων. Κόλαση είναι τούτες οι φωνές και τα λόγια που σου ψιθυρίζουνε φοβέρες μες στο κρανίο.

 

 

Το προηγούμενο βράδυ δεν έκλεισα μάτι. Παιδιά και γυναίκα με αποπήρανε που δεν ακούμπησα το πιάτο μου στο δείπνο. «Αν είναι να πας βροντή και να στραφείς αντάρα, κάτσε κει που είσαι...». Νόμιζαν πως τους συνεριζόμουνα την ώρα που με τσύγκλιζαν. Στο τέλος σηκωθήκανε απ' το τραπέζι και μ' άφησαν ν' ανάβω το 'να τσιγάρο απάνω στ' άλλο και να ταξιδεύω...Μόνο η μικρή συνέχισε να μου δίνει κάποια σημασία. Αργά, κουράστηκε πια και κείνη και με καληνύχτισε μ' ένα σπάνιο, ιδιαίτερα τρυφερό αγκάλιασμα.


Περασμένα μεσάνυχτα ξύπνησε η φωνή. «Μην πας, είναι ανώφελο, θα γυρίσεις ερείπιο».  «Πρέπει», προσπαθώ να δικαιολογηθώ,»...πρέπει να δω το μέρος που στοίχειωσε τα σκοτάδια μου. Πρέπει ν' αφουγκραστώ τη γαλήνη εκείνου του τοπίου που γέμισε τσουκνίδες και τριβόλια τη νιότη μου. Πρέπει να πιάσω στις φούχτες μου κείνο το χώμα που έβαψε κόκκινη τη ζωή μου. Πρέπει!». «Χα! Βλέπεις πως έχω δίκιο; Μιλάς πολύ. Δεν το συνηθίζεις. Εκτός κι αν πρόκειται να κάνεις κάτι, που ξέρεις εκ των προτέρων πως θα το μετανιώσεις». «Σκάσε, πια! Πρέπει να πάω. Πρέπει να μάθω αν είναι εκεί, το καταλαβαίνεις;». «Ξέρεις πως ήταν, αλλά δεν είναι πια...». «Δεν ξέρω!». «Λες ψέματα, ξέρεις!». «Ίσως, αλλά δεν είμαι σίγουρος. Πως μπορεί κανένας να είναι σίγουρος για κάτι που δεν θέλει να πιστέψει, για κάτι τόσο φρικτό...». «Κι όμως, είσαι σίγουρος!». « Μπορείς να λες ό,τι θες. Δεν θα με σταματήσεις. Θα πάω!».

 

Πήγα. Ο ήλιος ήταν χαμηλά ακόμα. Ένα ψυχρό αεράκι θρόιζε στα φύλλα των γειτονικών ευκαλύπτων. Σαν προειδοποίηση, ...η φωνή. Το συνεργείο είχε πιάσει δουλειά γύρω από το ξεροπήγαδο. Νέα παιδιά, όλο δύναμη, χαμογελαστά, γεμάτα ζωντάνια. Κι όμως, αντί να παίζουν και να ερωτεύονται, ψαχουλεύουν το θάνατο.

 

Ξεροκαταπίνω. Η πρόσχαρη κοπέλα που γνώρισα στο οδόφραγμα με πλησιάζει και μου δείχνει το διπλανό χωράφι. «Εκεί βρήκαμε ήδη οκτώ. Εδώ...δεν ξέρω αν θα βρούμε εκείνο που πιστεύουμε. Υπήρξε επέμβαση, αυτό είναι το μόνο σίγουρο».

 

Κοιτάζω προς το χωράφι. Μια λουρίδα ωχρής γης ανάμεσα στα στάχυα.

 

Ορνίθι«Στάρι...», ψελλίζω αμήχανα.»...εδώ φύτευαν στάρι. Πότε - πότε τις καλοχρονιές και βαμβάκι. Το χώμα ανάβρυζε νερό. Το Μάη γινόταν η σπορά και τρεις μήνες ύστερα σκάζανε οι μύτες των μπουμπουκιών και γέμιζε ο κάμπος λευκές πεταλούδες, σαν χιονισμένη στέπα. Με τις πρώτες μέρες του Φθινόπωρου άρχιζε η συγκομιδή. Μαζεύαμε τα καρύδια και ξημερωνόμαστε στα καλντερίμια ακούοντας μαγεμένοι τους θρύλους και τα παραμύθια των γιαγιάδων, μαδώντας το μαλακό τους χάδι. Γι' αυτόν τον πλούτο της γης φτιάχτηκε το υδραγωγείο, τα λαγούμια και τα πηγάδια. Γι' αυτόν τον πλούτο κτίστηκε και το τσιφλίκι. Για το στάρι - το ψωμί μας. Για το βαμβάκι - την προίκα των κοριτσιών μας. Για τη ζήση μας. Από γενιά σε γενιά. Ποιος μπορούσε να πιστέψει ότι μια μέρα τούτος ο τόπος που έσφυζε  από ζωή  θα γινόταν Γολγοθάς για κείνους που τον δούλεψαν με τόσο κόπο και τόση φροντίδα.

 

Πήγα. Τριάντα πέντε χρόνια μετά. Οι λάκκοι ανοίχτηκαν βιαστικά κι ύστερα σκεπάστηκαν πάλι, αφήνοντας πίσω ίχνη άσβηστα από το διπλό έγκλημα. Σαν χαρακιές στην ψυχή, σαν τύψη ανάμεσα στο χτες και το αύριο. Πήγα. Ένα κομμάτι δικό μου είναι κει. Ένα κομμάτι ολωνών μας είναι κει. Και πρέπει, είναι ανάγκη, να το ξαναβρούμε.


Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Φιλελεύθερος το 2009

 

Ορνίθι - Ομαδικός Τάφος Αγνοουμένων

 


Ορνίθι - Ο τόπος του Τουρκικού εγκλήματος εναντίων των 70 αμάχων αγνοουμένων της Άσσιας

 

 

Καταχωρημένα άρθρα που αφορούν τον Χριστόφορο Σκαρπάρη:

Άσσια: οδοιπορικό στη γενέθλια γη

Ο θησαυρός της Χαρίτας Μάντολες

Ο Ίσκιος της ψυχής μου

 
assia.org.cy | Copyright 2009 All Rights Reserved | Designed by Netcy.com