Εμφανίσεις Περιεχομένου : 1611983
Έχουμε 14 επισκέπτες συνδεδεμένους

Χριστόφορος Σκαρπάρης - Ο θησαυρός της Χαρίτας Μάντολες Εκτύπωση E-mail

Χαρίτα ΜάντολεςΑκούμπησαν το κασελάκι στην τραπεζαρία, επάνω στο λευκό, χειροκέντητο τραπεζομάντηλο που φύλαγε στο ερμάρι. Δεν θυμόταν πια από πού το 'χε πάρει. Το έβγαζε κάθε τόσο, το αέριζε, το 'πλενε και το σιδέρωνε με επιμέλεια κι ύστερα το ξανάβαζε κολλαρισμένο και μυρωδάτο στη θέση του. Καμιά φορά, έριχνε στις δίπλες του ανθούς και φύλλα λεμονιάς. Άνοιγε το ερμάρι κάθε βράδυ, μύριζε με βαθιές αναπνοές το κίτρο και θυμόταν... Έτσι την έβρισκε το χάραμα. Με μάτια πρησμένα από την άλμη και με την απόγνωση καρφωμένη σα μαχαίρι βαθιά μες στην καρδιά της.

«Πως άντεξα να ζήσω τόσα χρόνια...Πόσο αδύναμη στάθηκα!», συλλογίστηκε κι ένα δάκρυ κρεμάστηκε στο βλέφαρό της.

«Αν πεθάνεις, θα πεθάνω...», του είχε ψιθυρίσει, την ώρα που τους έβαλαν να σταθούν γραμμή μέσα στο λιοπύρι. Κι εκείνος είχε απλώσει το μπράτσο του, προσέχοντας μην τον δουν και τους χωρίσουν και την  άγγιξε στην άκρη των δαχτύλων, σα να της έλεγε... «κουράγιο, κι εγώ φοβάμαι...». Ύστερα, ξεθάρρεψε. Της πρότεινε το χέρι του κι εκείνη έχωσε τρέμοντας το δικό της μες στην τραχιά παλάμη του. Και τότε της το 'σφιξε δυνατά, σχεδόν με θυμό, και της έριξε ένα βλέμμα σκληρό, σα να τη μάλωνε... «Μην ξανασκεφτείς τέτοιο πράμα, θα ζήσεις, εσύ θα ζήσεις, πρέπει να ζήσεις!», διάβασε στο πρόσωπό του. Κι ύστερα γύρισε αργά και την κάρφωσε με τα μάτια του. Ήταν η τελευταία φορά που την κοίταζε. Κι όλη τους η ζωή έγινε κείνο το αντίκρισμα των ματιών, όλη τους η ζωή έγινε κείνο το  μυριοστό της στιγμής ανάμεσα στο κοίταγμά τους κι οι καρδιές τους αγκαλιάστηκαν και κυλίστηκαν στο χώμα κι αγαπήθηκαν και μισήθηκαν κι αγαπήθηκαν από την αρχή, ξανά και ξανά...
 
Η πιο ζωντανή της ανάμνηση ήταν εκείνο το πρώτο άγγιγμα. Δεν πονούσε που δεν τον έβλεπε, δεν θρηνούσε που δεν τον άκουγε. Όλα τούτα τα χρόνια, τα μέσα της σπάραζαν από κείνο το άγγιγμα στις ρώγες των δαχτύλων της. Κάθε φορά που ένιωθε το φύσημα του ανέμου, σαν στερνό φιλί απ' τα χείλη του, στ' ακροδάχτυλά της, πέθαινε...« αν πεθάνεις, θα πεθάνω...», «κι εγώ φοβάμαι, κι εγώ φοβάμαι...».  

Σκούπισε τα μάτια της και κοίταξε πάλι το κασελάκι. Σκυθρώπιασε. Σηκώθηκε κι αφού βεβαιώθηκε πως οι άλλοι ήταν απασχολημένοι στην κουζίνα, έσκυψε πάνω από το τραπέζι κι άνοιξε διάπλατα τα μπράτσα της. «Ούτε μια οργιά! Γιατί τα κάνουν τόσο μικρά, Θεέ μου;», αναρωτήθηκε με πίκρα. Έσκυψε κι ακούμπησε με τρυφεράδα το υγρό της μάγουλο στο ξύλο, ώσπου ένιωσε τη θέρμη της να δυναμώνει και τα γόνατά της να λυγίζουν. Ξανακάθισε με μάτια σφιγμένα κι έφερε στο νου της τη φρίκη της στιγμής που τον αντίκρισε στη λευκή κάμαρα του Ινστιτούτου Γενετικής. Η μυρωδιά της φορμόλης γέμισε τα ρουθούνια της.  

Είχε μείνει ακίνητη, παγωμένη, πάνω από τα κόκαλα. Λογάριαζε να ριχτεί να τον αγκαλιάσει, να τον γεμίσει φιλιά κι όμως, δεν θυμόταν πόσο - ίσως μια τόση δα στιγμή, ταλαντεύτηκε, δείλιασε. Ποια; Αυτή! Αυτή, που μήτε λιοπύρι φοβήθηκε, μήτε αντάρα την τρόμαξε, όταν χρόνο πάνω στο χρόνο έσερνε τ' αδύναμα πόδια της δίπλα στο συρματόπλεγμα κι έλεγε και ξανά 'λεγε σε ξένους και δικούς για το σαράκι που της έτρωγε τα σωθικά, για τ' άδικο που τυραννούσε τον τόπο της. Και τώρα, δίστασε... Καταραμένη στιγμή!

Τριάντα τέσσερα χρόνια τον περίμενε να κτυπήσει την πόρτα. Να του στρώσει το χειροκέντητο τραπεζομάντηλο, να του βάλει να φάει, να του δείξει τα παιδιά τους, να του πει τα βάσανα που πέρασε, να ακούσει τα δικά του, να χώσει τα χέρια της μες τις τραχιές παλάμες του, να νιώσει τις άκρες των δαχτύλων του στις ρώγες των δικών της, σαν αεράκι και σαν φιλί...

Τριάντα τέσσερα χρόνια τον περίμενε κι ας τους είχε δει να τον σπρώχνουν βάναυσα με τις κάνες των όπλων τους, με μάτια διαβόλων και μουγκρητά θεριών, πίσω από τις ελιές. Κι ας είχε ακούσει τον καταιγισμό των ριπών και τις κραυγές του πόνου και το ρόγχο του θανάτου.

Είχε καρφώσει τα νύχια της στο μπράτσο του και τον τραβούσε προς το μέρος της κλαίγοντας, ικετεύοντάς τους να μην της τον πάρουν, παρακαλούσε το Θεό να τον γλυτώσει από τα χέρια τους, από το μίσος τους.

Κηδεία Αγνοουμένων Οικογένειας ΜάντολεςΤην έσπρωξαν στη γη και σερνόταν στο χώμα σκληρίζοντας, πιασμένη από τα πόδια του. «Χαρίτα, πάρε το παιδί, γυναίκα, πάρε το παιδί...» της είπε εκείνος, αφήνοντας απότομα το παιδί στην αγκαλιά της, σα να της έλεγε... «εγώ φεύγω τώρα, γίνε πατέρας και μάνα μαζί, γίνε εργάτης και δάσκαλος, γίνε πέτρα και πηλός, γίνε νερό κι αλάτι και γάλα κι αλεύρι και ψωμί...».

Όταν σταμάτησαν οι πυροβολισμοί γύρισε στους στρατιώτες που έμειναν να φυλάνε τα γυναικόπαιδα.
 
«Σκοτώστε με! Σκοτώστε μας ούλλους!», τους είπε επιτακτικά. Εκείνοι τινάχτηκαν ξαφνιασμένοι. Δεν κατάλαβαν, ή έκαναν πως δεν κατάλαβαν.

Ξανακοίταξε το κασελάκι με τα κόκαλα του Ανδρέα. Σήκωσε το καπάκι, έβγαλε από τη τσέπη της ένα μαντήλι με λεμονανθούς και τους σκόρπισε μέσα.
«Θησαυρέ μου!», ψιθύρισε και λύθηκε στο κλάμα.
 
 
 
Πηγή: Χριστόφορος Σκαρπάρης.  Το διήγημα δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Φιλελεύθερος στις 19-07-2008 λίγες μέρες μετά την κηδεία των δικών της Χαρίτας Μάντολες.

 

 

 

Καταχωρημένα άρθρα που αφορούν τον Χριστόφορο Σκαρπάρη:

Άσσια: οδοιπορικό στη γενέθλια γη

Νόστος εν τόπω χλοερώ

Ο Ίσκιος της ψυχής μου

 
assia.org.cy | Copyright 2009 All Rights Reserved | Designed by Netcy.com