Εμφανίσεις Περιεχομένου : 1628413
Έχουμε 10 επισκέπτες συνδεδεμένους

Οι διασκεδάσεις και η οινοποσία στην Άσσια Εκτύπωση E-mail

 

Γιατί τους Ασσιώτες τους έλεγαν μαχαιροβκάρτες

του Γεώργιου Π. Πάκκου

 

Όταν έκαμναν διασκέδασην, πάντοτες είχαν ανταγωνισμόν ποίος θα πιει περίτου κρασίν από τον άλλον. Και ακόμα και τα άλλα χωρκά όταν εδιασκέδαζαν, έλεγαν να πιούμεν Ασσιώτικα. Πώς έπινναν το κρασίν Ασσιώτικα:

Εις την αρχήν έφερναν έναν κολότζιν με κρασίν εις το τραπέζιν που θα διασκέδαζαν.
Έφερναν και μίαν καντήλαν. Όταν έτρωγαν ολίγον, έπαιρνεν ένας την καντήλαν και κάποιος από την παρέαν που εβαστούσεν το κολότζιν τού έβαλλεν κρασίν εις την καντήλαν. Έλεγεν εις τον διπλανόν του «σ' υγείαν σου» και του έλεγεν ο άλλος «γεια σου». Όταν το έπιννεν, του έλεγεν αυτός που θα του έδιδεν την καντήλαν «με τες υγειές σου» και έλεγεν «ευχαριστώ». Και με την σειράν που εκάθοντο έπινναν κρασίν.

Διασκέδαση στην Άσσια γύρω στο 1950

Φωτογραφία

Όρθιοι: Χρίστος Μίας, Χρίστος Μούζουρας (;), Αντώνης Χριστάκη

Καθιστοί: Καλός, Αντώνης Λεοντίου, Νικόλας Κλάκου, Γεώργιος Κυριάκου Μαραγκού ή Γεώργιος Πατέρας, Παναγής Χατζηαντώνης


 Ήτο όλοι μέσα εις το ίδιον ποτήριν που έπινναν. Έπρεπεν όσον κρασίν του έβαλλαν μέσα εις το ποτήριν να το πιει όλον και να δώσει την καντήλαν εις τον άλλον όφκαιρην, και με τον τρόπον αυτόν έπινναν όλοι. Είχεν όμως που δεν ήθελαν και δεν τους άρεσκεν να πιουν πολλύν. Όταν τους έγειρνεν με το κολότζιν μέσα εις την καντήλαν, αυτός που εβάσταν την καντήλαν την εσήκωννεν, και εκείνος που του έγειρνεν εσταμάταν. Αλλά εκείνος που ήθελεν να πιει πολλύν, δεν εσήκωννεν πάνω την καντήλαν, οπότε εγέμιζεν  η καντήλα με κρασίν και αυτός το έπιννεν όλον.

 

Κάποτε, όταν ήρχετο η σειρά κάποιου και αυτός δεν το ήθελεν και εσήκωννεν την καντήλαν επάνω, ο προηγούμενος του έλεγεν «εγώ την εγέμισα και συ να την γεμίσεις», και τον εβίαζαν και την εγέμιζεν και αυτός. Ή αυτός που εκρατούσεν το κολότζιν δήθεν «εκουτούκλισεν το κολότζιν» και εγέμιζεν την καντήλαν.

 

Στο μεταξύ έφερναν ακόμα μίαν καντήλαν και τες εκτυπούσαν και έλεγαν «σ' υγείαν μας». Όταν άρχιζεν αυτός ο ανταγωνισμός, φυσικά θα εμεθκυούσαν. Έπρεπεν να γεμίζει η καντήλα, και ακόμη, διά να μην μένει ολίγον κάτω, έπρεπεν να την κόφκουν με την πρότσαν να είναι τελείως γεμάτη.

 

Άλλοι το έπινναν, άλλοι έπινναν ολίγον και το άλλον το επέτασσαν από κάτω από το τραπέζιν και εγίνετο μία ακαθαρσία. Επίσης, όταν το αντιλήφκοντο πως θα στρέψουν, έβγαινναν έξω και το έστρεφαν. Άλλοι που δεν επρόφθανναν να βκουν έξω, το έστρεφαν μέσα εις το σπίτιν που εκάθοντο. Καμία τάξη δεν ετηρείτο.

 

Με αυτόν τον τρόπον που έκαμναν διασκέδασην και εμεθκυούσαν, έκαμναν και πολλές φορές καβκάδες. Όπως πολλές φορές έλεγαν «ο πελλός και ο μεθυσμένος είναι το ίδιον». Εάν η διασκέδαση ήτο εις τον γάμον ή εις την πανήγυρην που είχεν και βιολίν, παντός ήθελαν και να χορέψουν. Και συνήθως ήτο δύο που θα εχόρευαν και εγίνετο φιλονικία μεταξύ των ποίοι θα χορέψουν. Αλλά εις τον γάμον οι σερβιτόροι δεν τους άφηνναν να κτυπηθούν.

 

Συνήθως οι καβκάδες εγίνοντο εις τα καφενεία ή εις τους δρόμους. Πάντοτες οι καβκάδες εγίνοντο Κυριακήν που ήτο μεθυσμένοι. Τες άλλες ημέρες εκτός της Κυριακής ήτο ησυχία. Είναι όλα το κρασίν που έπινναν και ο εγωισμός της παλληκαριάς. Αλλά και το πλέον χειρόττερον που εβαστούσαν και μαχαίρια εις την κόξαν τους, που πολλές φορές εγίνετουν και φόνος με δίχως καμιάν αιτίαν.

Για όλα αυτά που εγίνουντο εις την Άσσιαν, έλεγαν οι ξένοι τους Ασσιώτες κρασοπότες και μαχαιροβκάρτες. Ήτο ένας κόσμος ημιάγριος. Διά να είναι σεβαστός ένας εις το χωρκόν, έπρεπεν να είναι τύπος καβκατζιής.

 

Δεν επέρναν Κυριακή να μην γίνει καβκάς. Το σπίτιν του πατέρα μου ήτο πλησίον εις τα καφενεία και την νύκταν της Κυριακής πάντοτες θα είχεν καβκάδες. Είχαμεν σύστημαν πάντοτες να καθόμαστεν όλη η οικογένεια εις το τραπέζιν διά φαγητόν. Αίφνης ακούαμεν τες καρέκλες του καφενείου να κτυπιούνται. Ο πατέρας μας έλεγεν: «Πάλιν καβκάδες, εμαλλώσαν και κτυπιούνται».

 

Όποτε εσύμβαιννεν να τραβήξουν και μαχαίρια, όταν εφώναζεν ένας «με εμαχαίρωσαν», αμέσως ο καβκάς εσταματούσεν και εφεύγαν από το μέρος αυτόν, διά να μην δώσουν μαρτυρίαν. Αποκλείετουν την Δευτέραν ο αστυνομικός να μην παίρνει εμπρός εις το άλογόν του άτομα διά την φυλακήν εις την Βατυλήν, διότι εις την Βατυλήν είχεν σταθμόν διά φυλακήν.

 

Αυτόν το ποτόν και ο εγωισμός της εποχής αυτής εστοίχισεν την ζωήν πολλών. Όπως ενθυμούμεθα, από το 1920 έως το 1949 εφονεύθησαν οι κάτωθι:

Θεωρής Χατζηγιώρκη Χατζηθεωρή, Λαμπρής Μιχαήλη Κατσιανή, Διομήδης Αντωνή Ττούμπουρου, Χριστούδιας Μιχαήλ Ττούτα, Κυριάκος Παναγή Τρεμετουσιώτης, κάποιος Τούρκος ονόματι Ριφάττης, Κωσταντής Παντελή Άπλας, Κωσταντής Θεωρή Χατζηλοΐζου, Δημήτρης Κωσταντή Κκαφά, Ανδρέας Χατζηγιαννή Μούτρης, Χρίστος Κωσταντή Χατζηχριστούδια, Χαράλαμπος Κούτσιου, Χριστάκης Χατζηαντώνη Χατζηχριστούδια. Επίσης και πολλοί πληγωμένοι που εκινδύνεψαν.


Πηγή: «Ιστορικό του χωρίου Άσσια - Μαρτυρία Γεώργιου Π. Πάκκου», επιμέλεια Ιωάννη Μία, 2013, Λευκωσία, σελ. 115-116

 

Σημείωση: Ευχαριστούμε τον κ. Ιωάννη Μία που πας παραχώρησε την πιο πάνω φωτογραφία.

 


Ιστορικόν του χωρίου Άσσια - Μαρτυρία Γεώργιου Π. Πάκκου

 

 

Πατήστε εδώ για να δείτε τα καταχωρημένα άρθρα που αφορούν την πιο πάνω έκδοση.

 

Διάθεση Βιβλίου

 
assia.org.cy | Copyright 2009 All Rights Reserved | Designed by Netcy.com