Εμφανίσεις Περιεχομένου : 1631267
Έχουμε 12 επισκέπτες συνδεδεμένους

1974-2023: σαράντα εννιά χρόνια εγκαρτέρησης Εκτύπωση E-mail

 

Ήμασταν παιδιά όταν έγινε το Κακό. '...το Κακόν' - έτσι το ελάλεν η στετέ μου η Ευαγγελία, ο Θεός να την μακαρίσει. Σήμερα κοντεύουμε στη σύνταξη. Ξεριζωμένοι και κατατρεγμένοι, εκουβαλήσαμε από τη γενέθλια γη ό,τι επρολάβαμε: αισθήματα και εικόνες, ακούσματα κι αγγίγματα, μυρωδιές και γεύσεις. Τούτα ήταν η προίκα που εφέραμε στους τόπους που όρισεν η μοίρα να ξαναστήσουμε τες ζωές μας. Μόνη μας έγνοια να τελειώσει ο πόλεμος, να φύγουν οι εισβολείς και να γυρίσουμε στα σπίτια, στες γειτονιές, στα περβόλια, στα χωράφια μας, να ξαναπιάσουμε τον μίτο από εκεί που τον αφήσαμε. Παραπλανημένοι, ως προς τον τρόπο που ενεργούσαν και ενεργούν τα δίκαια και τα διεθνή, δεκαετίες ολόκληρες επιστεύαμε στη βεβαιότητα ότι αργά ή γρήγορα το καλό θα επικρατούσε του κακού, η αλήθεια θα ενικούσε το ψέμα. Ήταν κι εκείνος ο παιάνας για μακροχρόνιο αγώνα, που μας εγέμιζε το στομάχι, μας έντυνε, εξάναβε τες θύμησες, εφλόγιζε τες καρδιές μας κι έσταζε σαν μέλι μες στο πικρό ποτήρι της προσφυγιάς, παρηγοριά και πλάνη μαζί, να μην ξεχάσουμε...

 

Greek Cypriot Refugees 1974

Φωτ. Δώρου Παρτασίδη - Κύπρος 1974 Μέρες Συμφοράς

 

Κυνηγημένοι εφτάσαμε στην Ξυλοτύμπου. Όλες οι πόρτες του χωριού άνοιξαν για να μπούμε, να ξαποστάσουμε, να καρτερήσουμε, ώσπου να περάσει το Κακόν. Μα ήρθε η νύχτα κι η ελπίδα ενύχτωσε μαζί της. Εγέμισαν οι οντάδες, το ίδιο κι οι αυλές, τ' αχυρωνάρια, τα σχολεία, οι εκκλησιές, τα καφενεία, οι δρόμοι όλοι πατωμένοι πρόσφυγες, να ψάχνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, να μην ξεχάσουμε...


Εστοιβαχτήκαμε τρεις οικογένειες σ' ένα χαλαμάντουρο κοντά στο νέο λιμάνι της Σκάλας, ασφυκτιούσαμε από το πρώτο λεπτό! Στο πατρικό μας επερίσσευαν οι κάμαρες, εδώ εκαρτερούσαμε σειρά για τον απόπατο. Λόγια ψιθυριστά, κλάματα βουβά, γέλια πνιγμένα, επλάνταξα, το επήρα απόφαση να φύγω. Ο κύρης μου έκαμε ν' αγριέψει όταν του εμίλησα, του έγνεψεν η μάνα μου, εμαλάκωσε, έβγαλε ένα δεκασέλινο και μου το 'δωκε. Επήγα με τα πόδια στον Κάμπο του Λευκαρίτη, μιλιούνια ο κόσμος, πιτσιρίκια ξυπόλυτα, γαντζωμένα στα φουστάνια των μανάδων τους, γριές βαλαντωμένες στο κλάμα, γέροι σταφιδωμένοι μα στητοί, με δεμένα φρύδια, μουστάκια στριφτά, τα χέρια στην κόξα, σαν έτοιμοι να πιάσουν τον χορό ή να τραβήξουν κάμες, κάποιοι άθλιοι εβρίζονταν για ένα καρβέλι, δυο-τρεις μεσήλικοι επάσκιζαν να βάλουν τάξη, οι πιο πολλοί εσώπαιναν. Εκοίταζαν με μάτι θολωμένο κι εσώπαιναν... Δυο μέρες εκούρνιαζα στην τέντα με τ' ασυνόδευτα παιδιά. Την τρίτη ερώτησε ο διευθυντής αν ξέρει κανείς εγγλέζικα, εσήκωσα το χέρι κι ευτύς έγινα δραγουμάνος ενού γηραιού, ευρωπαίου πρίγκιπα, πρέσβη της ύπατης αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες. Καλά επέρασα! Όταν έφευγε μου έδωκε πέντε λίρες, αγόρασα ένα σαραβαλιασμένο ποδήλατο και τ' απογέματα εκατέβαινα στην πόλη να δω τους δικούς μου κι ύστερα ψάρεμα στην αποβάθρα του λιμανιού. Μια νύχτα σκοτεινή του φθινοπώρου χύνεται ένας αέρας μανιασμένος, να μας πάρει και να μας σηκώσει, φουσκώνει-ξεφουσκώνει το πανί, τρίζουν οι ραφές να ξηλωθούν, τώρα θα λυθούν οι κόμποι, θα κοπούνε τα σχοινιά από το λυσσομάνι, θα μείνουμε άστεγοι πάλι, να κι οι βροντές, ανοίξαν οι κρουνοί, στάζει ολούθε, σκίζουν τον ουρανό τ' αστροπελέκια, δίπλα σκληρίζουν μάνες και παιδιά, χαμός Κυρίου! Το καλοκαίρι δεν είχε τέτοιες τρομάρες, μα η ζέστη κι η υγρασία μαζί με τα κουνούπια δεν υποφέρονταν. Όσοι έφταναν στα όρια της αντοχής, ετύλιγαν απάνω τα πανιά κι έμεναν τα τσαντίρια ίδια καράβια με γυμνά κατάρτια να γλιστρούν μες στ' άσπρα κύματα. Στην άλλη μας ζωή η ζέστη ήταν το ίδιο πνιγερή μα οι νύχτες μάς εθύμιζαν παράδεισο. Μελτέμια δροσερά έστρωναν γιασεμιά να κοιμηθούμε, οι δυόσμοι κι οι βασιλικοί έντυναν κάθε αυγή κι η μέρα ανέγνοιαστη κοίταγε τη δουλειά της. Τα σπίτια μας γερά σαν κάστρα, με τέχνη καμωμένα από πηλό κι ιδρώτα, να μη σκιάζονται καύσωνες και χιονιάδες. Εζήσαμε, δόξα σοι Κύριε, στ' αντίσκηνο δυο χρόνια, μας εφανήκαν αιώνες, αντέξαμε, να μην ξεχάσουμε...

 

Doros Partasides-kypros 1974 meres symforas

Φωτ. Δώρου Παρτασίδη - Κύπρος 1974 Μέρες Συμφοράς

 

Όταν έπαψε να ρέει το αίμα εμετρήσαμε τους απόντες. Άλλοι σκοτωμένοι, άλλοι αιχμάλωτοι κι άλλοι εξαφανισμένοι - 'αγνοούμενους' τους είπαν. Πρώτη φορά ακούγαμε τέτοια λέξη. «Είναι κι αυτοί αιχμάλωτοι αλλά αδήλωτοι, δεν θα σταματήσουμε να τους αναζητούμε...», μας εβεβαίωναν οι ιθύνοντες. Κάποιοι που ετόλμησαν να πουν ότι τους εσκοτώσαν άκουσαν τα εξ αμάξης. Εκεί εξεκίνησε ο γολγοθάς των οικογενειών που είχαν αγνοούμενο. Μερικοί εμιλήσαν για εκμετάλλευση και πολιτικά παιχνίδια, μα δεν ήταν έτσι για όσους εχάσαν τους ανθρώπους τους. Μανάδες, κυρούδες, σύζυγοι, παιδιά, αδέλφια...χρόνια ολάκερα ελιώναν σαν κεριά, πότε να φτάσει ένα χαπάρι ότι οι δικοί τους ζουν. Όσοι έχαναν τα θάρρη τους επαρακαλούσαν τουλάχιστον να βρεθούν αποδείξεις ότι επεθάναν. Όλες οι προσπάθειες εστράφηκαν πια σε τούτον τον σκοπό, πιστό στη ρήση ότι η επιβεβαίωση ενού θανάτου φέρνει ανακούφιση στους απελπισμένους συγγενείς των θυμάτων εξαφάνισης, ότι συντελεί σ' εκείνο που λένε κλείσιμο ενού κύκλου άφατης λύπης κι αβάσταχτης απόγνωσης, που ξεκινά με τον αφανισμό και τελειώνει - υποτίθεται - με την εύρεση των λειψάνων, την ταυτοποίηση και την ταφή τους. Μια μέρα, το λοιπόν, όπως εθαύμαζα κάποιες γυναίκες να μοιράζουν, με σθένος απερίγραπτο, διαφωτιστικό υλικό για τους αγνοούμενους στους ξένους που πηγαινοέρχονταν στα κατεχόμενα, εξαναθυμήθηκα τη ρήση. Άντε να πεις σ' αυτές τες ανταριασμένες ψυχές, που ζούνε κι αναπνέουν όπως που να 'ταν χτες που εστεφανώθηκαν τον αγνοούμενον άντρα, που εγέννησαν τον αγνοούμενο γιο, που εντάντεψαν τον αγνοούμενο αδελφό, άντε να πεις τέτοια κουβέντα, εσκέφτηκα, και με μια μονοκοντυλιά την έσβησα από τα κιτάπια του μυαλού μου. Ζωντανοί για πάντα, ως τον θάνατο και πέρα από αυτόν, έτσι θα μείνουν, είπα. Απάνω στο μεγάλο τους καρτέρεμα εφύγαν πρώτα οι γονιοί, ύστερα επήραν σειρά οι σύζυγοι και τ' αδέλφια, τώρα εφτάσαμε στα παιδιά. Η διαδικασία των εκταφών ένθεν και ένθεν της Γραμμής Αττίλα συνεχίζεται. Δυο μέτρα παλικάρια, εγέλαγαν και εγέλαγε μαζί τους όλη η πλάση, έσταζεν ο ιδρώτας τους και άνθιζεν η γης και τώρα...τώρα πώς τους χωράνε Θε μου εκείνα τα κασελάκια από μαόνι, τα τυλιγμένα με τες σημαίες της πίκρας και της περηφάνιας μας... Ο κύκλος τούτου του Κακού θα κλείσει όταν όλοι όσοι το εζήσαμε θα πάψουμε να ζούμε, να μην ξεχάσουμε...

 

Andrianthi Hadjikyriakou apo tin Assia-kypros 1974

Φωτ. Αφίσσα Κυπρος 1974

απεικονίζει την συγχωριανή μας Αντριάνθη Χατζήκυριακου (Σημ.2)

 

Μια χαψιά τόπος, μια δράκα πλάσματα πώς ν' αντιπαλέψουμε τόση καταχνιά, τον αμείλικτο χρόνο, πώς να νικήσει το λιοντάρι ένας αμνός; «Μόνο με πόλεμο», ετραύλιζαν κάποιοι, «πάλι με χρόνια, με καιρούς...» τους εγαλήνευαν οι πιο γνωστικοί ανάμεσά τους. Μ' ακόμα κι εκείνοι που με παρρησία ευαγγελίζονταν κάστρα και μετερίζια, κατά βάθος δεν επιστεύανε στον πόλεμο. Να υπερασπιστούμε ό, τι μας απόμεινε ήθελαν, να κρατηθούμε στην πέτρα μας κι ας ήταν πια μισή. Και δεν είχαν άδικο. Όλες οι αντιφάσεις, όλα τ' ανούσια που εγίνονταν στα σκοτεινά, έβγαιναν στο φως με την κάθε κρίση. Τα δόγματα της αμύνης, που μας έδιναν κατά καιρούς μια κάποια ελπίδα, μας την επαίρναν πίσω με κάθε υποχώρηση, με κάθε συμβιβασμό στην πρόκληση. Κι ύστερα έμπαινε μια νέα απαίτηση στο τραπέζι των συνομιλιών για τη λύση, που στην ουσία εσήμαινε τη συγκαλυμμένη επιβολή των αποτελεσμάτων της παράνομης εισβολής, της ξένης κατοχής, της εθνοκάθαρσης, του αφελληνισμού των τόπων μας, της τουρκοποίησης και ισλαμοποίησής τους. Κι εμείς μια εκοιτάζαμε ο ένας τον άλλο ξαφνιασμένοι και μια τους ξένους μεσολαβητές που ένιβαν τα χέρια τους. Με τον καιρό επροσαρμοστήκαμε στις περιστάσεις, εβουλιάξαμε στη βιοπάλη, στις μικρές χαρές, κάποιοι αυτό το λένε λήθη - όχι εντελώς άδικα! Εστρέψαμε το βλέμμα προς τα 'μας': στην οικογένεια...μας, στα παιδιά...μας, στην επιβίωσή...μας, στη δουλειά...μας, στις χαρές της ζωής. Λες και μας εκυρίευσε ένας πυρετός να ξανακτίσουμε από 'ξαρχής το βιος που μας εκλέψαν, την ευτυχία που μας επήραν, την αθωότητα που εχάσαμε, να ξανασταθούμε στα πόδια μας, να σκουπίσουμε από το μέτωπο την ντροπή της ήττας με το μαντήλι της προκοπής. Όχι, μην παρεξηγάτε. Δεν λέω ήττα το αποτέλεσμα της εισβολής. Δεν ήταν ήττα εκείνη, με την έννοια που ξέρουμε - τάχατες σαν αποτέλεσμα ενού πολέμου με έναν εχθρό. Όποιος νικά έναν αδύναμο είναι κι ο ίδιος νικημένος, λέει μια παροιμία καμωμένη να φωτίσει την ανδρεία και την περηφάνια των αληθινών πολεμιστών. Ο πόλεμος του '74 δεν είχε νικητή. Δυο νικημένοι εβγήκαν από αυτόν: εμείς κι η ανθρωπότη όλη. Κι εμάς δεν μας ενίκησε ο εχθρός. Μεταξύ μας ήταν που ενικηθήκαμε, και κοντά μας όλοι όσοι εμπορούσαν να σταματήσουν το θεριό και δεν το έκαμαν, να μην ξεχάσουμε...

 

Φτάνουμε στο άνοιγμα των οδοφραγμάτων. Κάποιοι το είπαν αρχή της λύσης, άλλοι τ' ονόμασαν αρχή του τέλους. Δεν είχε ξεκινήσει ακόμα ο μαζικός εποικισμός κι η ελπίδα επέμενε πως θα πεθάνει τελευταία. Ακόμα και σ' αυτό μας έπιασαν στον ύπνο οι εκείθεν. Οι εντεύθεν τα 'χασαν! Εμείς, ο λαουτζίκος, δεν εξέραμε αν έπρεπε να χαρούμε ή να πνιγούμε στο κλάμα. Το δείλι πριν από την ημέρα του νόστου δεν έβρισκα αναπαμό. Έτρεξα στον Συνοικισμό να κοιτάξω τη μάνα μου στα μάτια, να έβρω μιαν αφορμή να πάω ή να μην πάω. Ποτέ μου δεν ένιωσα τόσο βέβαιος ότι ελαχταρούσα ένα πράμα κι άλλο τόσο σίγουρος ότι το αποστρεφόμουν. Μου άνοιξε την πόρτα και επαραμέρισε να μπω. Εκατάλαβε γιατί είχα πάει να την δω. Δεν είπε λέξη. Έψησε καφέ και εκάθισε απέναντι μου αμίλητη. Εκάρφωσα τα μάτια μου στα δικά της. Τίποτα, όλα πεθαμένα: το χτες, το σήμερα, το αύριο. Ένα δάκρυ, αταίριαστο με τ' άδειο βλέμμα της, εκύλησε στο μαραζωμένο μάγουλο. Εσκούπισα το δάκρυ με τον αντίχειρα μου, της εφίλησα το μέτωπο, έσφιξα την καρδιά μου κι έφυγα. Ξημερώματα της επομένης εβρέθηκα στο οδόφραγμα, με επρόλαβαν δεκάδες. Να περιμένετε, εγαύγισε ο αρχιφύλακας του σημείου διέλευσης. Επεριμέναμε. Απέναντι, επεριμέναν άλλοι τόσοι. Δυο ανθρώπινα ποτάμια που εκαρτερούσανε να σμίξουν για πρώτη φορά. Ποτέ στην ιστορία του τόπου, με εξαίρεση την επιστράτευση του '40, δεν είχε ξαναγίνει το σμίξιμο των δυο του κόσμων για ένα και μοναδικό γεγονός, σε τέτοια κλίμακα! Ούτε για καλό, μήτε για κακό! Δυνάμεις κρυφές και φανερές, μίση και πάθη αιώνων εστάθηκαν εμπόδιο. Και τώρα το ίδιο συμβαίνει, μα εκείνη την ημέρα τούτα δεν είχανε καμία σημασία. Σημασία είχε μόνον η χαραμάδα στον τοίχο που έφραζε τον δρόμο για την ποθεινή πατρίδα, για την άλλη μας ζωή, την πρώτη και την αληθινή. Όλος ο κόσμος που εμαζεύτηκε εκείνο το απριλιάτικο πρωινό του 2003, αυτό εσκεφτόταν. Άλλοι γελαστοί, άλλοι σκυθρωποί, άλλοι δακρυσμένοι κι όλοι με τον ίδιο λογισμό. Έψαξα τριγύρω να δω κανέναν γνωστό. Το βλέμμα μου έπεσε στο χαμόγελο του Τάσου, δεξιά του ο Θεόφιλος, πιο ξιστικός από ποτέ. Ο νους μου εταξίδεψε πίσω, πρώτα στη Δερύνεια κι ύστερα στον νεκροθάλαμο του Γενικού Νοσοκομείου. Εντράπηκα! Έσκυψα το κεφάλι και εβγήκα από τη γραμμή, να μην ξεχάσουμε...

Επέρασαν είκοσι χρόνοι από τότες. Στο μεταξύ τους εμισάνοιξαν τα μάτια μας, εξεκλειδώθηκε ο νους, εμπήκαν μέσα οι νέες εικόνες, εσυλλαβίσαμε τις καινούργιες αλήθειες, τα νέα γλωσσάρια, εσυλλάβαμε τα νήματα και τα ρήματα των ξένων εθνικών συμφερόντων, εκλάψαμε το δάκρυ των Μηλίων, οι καρδιές εκλειδοστόμιασαν...άλλαξαν τόσα πολλά! Μόνο το χρέος έμεινε το ίδιο σε τούτη τη γη που είναι δική μας, δεν είναι θέλημα Θεού ο τόπος να τουρκέψει, φτάνει να μην λιγοψυχήσουμε, να μην ενδώσουμε, να μην ξεχάσουμε...αχ!

 

Χριστόφορος Σκαρπάρης
Ιούλιος 2023

 

Σημείωση 1: το πιο πάνω κείμενο έχει δημοσιευθεί στην εφημερίδα ο Φιλελεύθερος την Κυριακή, 16/07/2023


Σημείωση 2: Η αφίσσα Κύπρος 1974 είχε εκτυπωθεί από το Γραφείο Τύπου και Πληροφορίων μετά την Τουρκική εισβολή και κυκλοφόρησε παγκοσμίως κυρίως μέσω των Κυπριών φοιτητών και αποδήμων. Βασικό στοιχείο στον αντικατοχικό αγώνα που διεξήγαγε με πίστη και αγωνιστικότητα ο Κυπριακός λαός για δεκαετίες. Είναι αντίγραφο χαρακτικού του γνωστού χαράκτη Τάσου και είναι παρμένη από τη συγκλονιστική στιγμή που απαθανατίστηκε η συγχωριανή μας Αντριάνθη Χατζήκυριακου να θρηνεί το χαμό του αρραβωνιαστικού της Γεωργίου Χρυσοστόμου, στο Γυμνάσιο Αγ. Γεωργίου στην Λάρνακα, αμέσως μετά τον βίαιο διωγμό των εγκλωβισμένων Ασσιωτών από το Τουρκικό στρατό. Στην ιστοσελίδα μας υπάρχει αναρτημένη οπτικογραφημένη συνομιλία με τον μ. Αντώνη Φαρμακά σχετικά με εκείνη την θλιβερή ημέρα.

 



 
assia.org.cy | Copyright 2009 All Rights Reserved | Designed by Netcy.com