Εμφανίσεις Περιεχομένου : 1622860
Έχουμε 47 επισκέπτες συνδεδεμένους

Παναγιώτης Τσικουρή - Ποιήματα Εκτύπωση E-mail

 

Στην Παναγιά της Άσσιας

Στην εκκλησιά Σου, Παναγιά, προσκύνημα έχω τάξει
να μ' αξιώσει ο Θεός, προτού με μετατάξει.

Στη χάρη Σου γονατιστός θα 'ρθώ να προσκυνήσω,
ευγνωμοσύνης δάκρυα στα πόδια Σου θα χύσω.

Σε Σένα που 'σουν του χωριού αφέντρα τόσα χρόνια,
και του μονάκριβού Σου Γιου πρέσβειρα Συ αιώνια.

Μ' άλλους μαζί θαυματουργούς πέντε του Γιου Σου Αγίους
την Άσσια προστατεύατε από εχθρούς παντοίους.

Μα τώρα, τώρα, Παναγιά, όλα 'ναι αλλαγμένα,
εμάς μας τρώει η προσφυγιά και Συ στα ρημαγμένα.

Αντίχριστοι ερήμαξαν την όμορφ' εκκλησιά Σου,
συντρίψαν την εικόνα Σου, την Άγια Τράπεζά Σου.

Τώρα απέμεινες κλειστή, χωρίς παπά και ψάλτη,
και προσδοκάς μαζί με μας Ανάσταση πως θα 'ρτει.

Εμείς μέσα στην προσφυγιά όπου της γης κι αν ζούμε,
Εσένα έχουμε στο νου κι Εσένα νοσταλγούμε.

Πού 'ναι τα πανηγύρια μας;  Πού 'ναι οι λιτανείες;
Πού 'ναι οι τόσες Σου γιορτές;  Πού 'ν' οι Δοξολογίες;

Κάθε γιορτή Σου ήταν χαρά!  Χορό και πανηγύρι
στήνανε πάντα οι πιστοί για τη δική Σου μνήμη!

Μόνη σου τώρα συντροφιά μείναν οι πεθαμένοι,
κι αυτοί χωρίς παρηγοριά, με τη ψυχή θλιμμένη.

Κανένας δε Σου έρχεται στα μνήματα να κλάψει
ούτε καντήλια και κερί μ' ευλάβεια ν' ανάψει.

Εσύ όμως κάτι τους λες, κάτι τους ψιθυρίζεις,
και τις ψυχές τους με χαρά κι ελπίδα τις γεμίζεις,

πως κάποια μέρα θα 'ρθουνε οι χριστιανοί κοντά τους,
κόλλυβα να σκορπίσουνε πάνω στα μνήματά τους.

Και στη δική Σου εκκλησιά να ξαναλειτουργήσουν,
να ψάλλουν Νικητήρια, για να Σ' ευχαριστήσουν.

Στην παντοδυναμία Σου την πάσα μας ελπίδα
στηρίζουμε, Πανάχραντε, για ελεύθερη πατρίδα.

Κάνε τώρα το θαύμα Σου, σύντριψε τον Αττίλα,
να ξαναδούμε μέρας φως, ν' αναστηθ' η Ελπίδα!

 

 

Το παράπονό μου

Όταν ανθίζ' η πασχαλιά κι η γης ριζοβολάει,
κι η ατμόσφαιρα μοσχοβολά μ' αρώματα του Μάη,

κι όταν της πόλης οι θνητοί κινούν για το χωριό τους,
και μπαίνουν με συγκίνηση στο πατρογονικό τους,

και ρίχνονται στην αγκαλιά αυτών που ζουν ακόμα,
πατώντας με ευλάβεια της γης τους τ' άγιο χώμα,

τότε η δική μου η καρδιά χτυπά και πάει να σπάσει,
γιατί στα πάτρια χώματα δεν ημπορεί να φτάσει,

γιατί τους βάλανε φραγμό τα τούρκικα φουσάτα,
κι όσο κι αν ψάξω δε βρίσκω του γυρισμού τη στράτα.

Τότε παράπονο πικρό πνίγει τα σωθικά μου,
γιατί να μην μπορώ να μπω στα πατρογονικά μου.

Στο πατρικό το σπίτι μου να μπω να περπατήσω,
έστω και λίγο όσο ζω, προτού να ξεψυχήσω.

Εις του οντά τα μάρμαρα να κάτσω, να ξαπλώσω,
και των γονιών μου τις λαλιές ενδόμυχα να νιώσω.

Κι απ' της μεγάλης της αυλής το τρίσβαθο πηγάδι
να βγάλ' ολόδροσο νερό, να δροσιστώ και πάλι.

Και μέσ' απ' της κληματαριάς τα πράσινα τα φύλλα
να κόψ' από το βέρικο ολόγλυκα σταφύλια.

Να βγω στους δρόμους του χωριού, να ξαναπερπατήσω
και να χορέψ' ασσιώτικα, στους γάμους να μεθύσω.

Στους κάμπους να περπάταγα, στο καρπερό τους χώμα,
της ποκαλάμης τη δροσιά να 'χα γλυκό μου στρώμα.

Να θυμηθώ τα όμορφα, τα παιδικά μου χρόνια,
που 'παιζα με τους φίλους μου στις στράτες και στ' αλώνια...

Σαν όλ' αυτά τα θυμηθώ, ανάβουν τα λαμπρά μου
και το παράπονο διπλά ματώνει την καρδιά μου.

 


Μην αποκάμεις, πρόσφυγα

Μην αποκάμεις, πρόσφυγα, τις ρίζες ν' αγναντεύεις,
και λυτρωμό και γυρισμό πάντοτε να γυρεύεις.

Αφού δεν έχεις δύναμη κι άρματα να σηκώσεις,
τότε το νου και την καρδιά πρέπει να τα πυρώσεις.

Να γίνει ο λόγος σου σπαθί, η θέληση σου ατσάλι,
να φέρεις εις τα σύγκαλα τους άφρονες και πάλι.

Ν' αφήσουν τα ονείρατα, τη φαντασίωσή τους,
να ρίξουν μπόλικο νερό εις το παλιό κρασί τους.

Και τους ελεύθερους λαούς προσπάθησε να πείσεις,
πως με την τούρκικ' εισβολή πια δεν μπορείς να ζήσεις.

Κοίτα και με τους σύνοικους να ξανασυμβιώσεις
και τη γλυκιά την Κύπρο μας μαζί ν' αναστηλώσεις.

Κοινής πατρίδας τ' αγαθά όλοι να μοιραστούμε
και μονιασμέν' ειλικρινά σ' άλλο δρόμο να μπούμε.

Δρόμο στενό και δύσβατο που απαιτεί θυσίες,
θεμελιωμένο σε αρχές και μόνιμες αξίες.

Για να μας βγάλει κάποτε στα πατρογονικά μας,
να ζήσουμε ελεύθεροι κι εμείς και τα παιδιά μας.

Τους τρίτους πια ν' αφήσουμε όλ' οι συγκληρονόμοι,
και στην κοινή πορεία μας να μπουν δικοί μας νόμοι.

 


Μέριασ', Αττίλα

Μέριασ', Αττίλα, να διαβώ!  Η Κύπρος ματωμένη
λέει με πόνο και μ' οργή στον Τούρκο γκαρδιωμένη.

Μέριασε, Αττίλα, για να μπω στα πατρογονικά μου,
να μπάσω εκεί τους γόνους μου, τ' αλύτρωτα παιδιά μου.

Στη γη που την εμόλυνε η βάρβαρη φυλή σου,
μα ευωδιάζει ελληνισμό, δε γίνεται δική σου.

Κρικέλια, Αττίλα, δεν έχει να τη μετακινήσεις
κι ούτε το δύσμοιρο λαό μπορείς να μεταπείσεις.

Μέριασ' , Αττίλα, να διαβώ, η βρομερή σου μπότα
μ' έριξε εις την προσφυγιά, μου μύρισαν τα χνότα.

Την πίστη μου βεβήλωσες, μου πήρες και το βιος μου,
μου σκότωσες τα νιάτα μου, μη στέκεσαι ομπρός μου.

Στρατούς δεν έχω κι άρματα, όσα 'χει η δύναμή σου,
έχ' όμως πάθος λευτεριάς, δε γίνομαι δική σου!

Κι αν είμ' εγώ χώρα μικρή, Αττίλα, δεν τρομάζω,
κι όλους μου τους κατακτητές μια μέρα τους ντροπιάζω.

Θυμήσου τους προγόνους σου, τους τρομερούς αγάδες,
πώς εξαφανιστήκανε σαν του χιονιού νιφάδες.

Έτσι κι η βουλιμία σου μια μέρα θα την πάθει,
και θα βρεθείς ξανά εκεί, τσ' ανατολής τα βάθη!

 
assia.org.cy | Copyright 2009 All Rights Reserved | Designed by Netcy.com