Ελένη Γ. Κουταλιανού - Της Προσφυγιάς το Κλάμα Εκτύπωση

(Γεώργιος Πορνάρης: Γραμμένο από τη γιαγιά μου Ελένη Γ. Κουταλιανού - Ρουσού, 30 Σεπτεμβρίου 1974)


Ελένη Κουταλιανού ΡουσούΜε πικραμένα δάκρυα εις τον Θεόν να κλάψω,
να πιάσω πέννα τζιαι χαρτί, τα πάθη μας να γράψω.
Εν σοβαρόν το έγκλημα που 'καμεν η Τουρκία,
ξεσπίτωσεν πολλά χωρκά τζιαι τη Μεσαορία.

 

Η ώρα πέντε το πρωίν αεροπλάνα 'βράσιν,
η ώρα δκυο εμπήκασιν οι Τούρτζιοι να μας φάσιν.
Εφώναζέν μ' ο άντρας μου στ' ανώιν το δικό μου,
σηκώθηκα τζι εγύριζα, μα με το νυχτικό μου.

 

Εφώναζεν, εβούραν με ο άντρας μου που πίσω,
τζιαι που τον φόβο, πού να βρω φόρεμα να φορήσω.
Την Άσσιαν που τες τρεις μερκιές οι Τούρτζιοι αγκαλιάσαν,
όσοι εκόψαν στο χωρκόν αιχμάλωτους μας πιάσαν.
Οι Τούρτζιοι μπήκαν στο χωρκόν τζιαι επυροβολούσαν,
τζιαι άλλους εσκοτώσασιν τζιαι άλλους ατιμούσαν.

 

Ήρταν με τες Τουρκάλλες τους μέσα που την Αφάνειαν,
ψυγεία, γκάζια, έπιπλα μπροστά μας ούλλα 'πιάνναν.
Εμπαίναν τζι εφορτώνασιν καρκόλες τζιαι κρεβάτια,
τα σπίδκια μας αφήσαν τα ερείπια-παλάτια.

 

 

Εφεύκασιν τζι αφήνασιν τζιαι τα χρυσαφικά τους,
πολλοί ακόμ' αφήνασιν πίσω τζιαι τα παιδκιά τους.

 

Μα τούτα τίποτ' έννενι, ας τα 'βρουν ομπροστά τους.
Έσιει πολλές μαυρόσορτες που 'χάσαν τα παιδκιά τους.
Μες στο χωρκόν δεν άκουες άλλον που έναν κλάμα,
να κλαί' η μάνα το παιδίν και το παιδίν τη μάνα.

 

Εκεί στον Πάνω Μαχαλλάν κοπέλλ' απ' τη Βιτσάδαν
δκυο γιούδες εν που άφησεν τζι οι Τούρτζιοι τής τους 'φάγαν.
Εμπαίνασιν τζιαι παίζασιν γέρους μες στα κρεβάτια,
έτσι κακό να μεν δούσιν ξανά τα δκυο μου μμάδκια.

 

Στου Ττούτζια το υπόγειον ήμαστιν μια τουζίνα,
Τούρτζιοι ήρταν τζιαι μπήκασιν που πάνω στην κουζίνα.
Εμείς πιον εφωνάζαμεν τ' Απόστολου Αντρέα,
ούλοι, μεγάλοι τζιαι μιτσιοί τζιει μέσα τζιει εκλαίαν.

 

Ήταν μέσα στο σπίτι μου ωσάν το πανηγύρι,
μα έτσ' ήτανε γραφτό να ζούμε στο τσιατήρι.
Βασιλικά περνούσαμεν ούλοι με τα παιδκιά μας,
τζιαι με τους περιπάτους μας τζιαι με τα σινεμά μας.

 

Κρίμας στην Άσσιαν κρίμας στην, την αιματοβαμμένη,
άλλοι εν αγνοούμενοι τζιαι άλλοι σκοτωμένοι.
Εμέν ήταν της τύχης μου, στο σπίτιν το δικό μου
πολλές γυναίκες ήρτασιν που μέσα στο χωρκό μου.

 

Δώδεκα μέρες είμαστιν στην Άσσιαν αιχμαλώτοι,
χαπάριν αν το παίρναμεν, θα φεύκαμεν οι πρώτοι.
Με τες γυναίκες σπίτι μου με άκουα με 'θώρουν,
ο άντρας μου στον καφενέν του Τίμιου Προδρόμου.

Αμμά δοξάζω τον Θεόν εν τζιαι παραπονιούμαι,
αφού τζι εγιώ τζι ο άντρας μου τζιαι τα παιδκιά μου ζούμε.

 

Τουρκάλλες εθωρούσαμεν τζιαι τα στενά γεμάτα,
εμπαίναν μες στα σπίδκια μας τζιαι 'πιάναν τζιαι τα πιάτα.

 

Οι Τούρτζι' αποφασίσασιν με τα λεωφορεία
στη Σκάλα να μας πάρουσιν, μέσα εις τα σχολεία.
Αχ, τζιείν' την ημέραν , Πλάστη μου, ενθύμιο θ' αφήσω
που γύριζα στο σπίτι μου, τες πόρτες του να κλείσω.

 

Μα δεν επρόφτασα καλά τες πόρτες να τες κλείσω,
τζι ο Τούρκος μού εφώναξεν κλειδί να του αφήσω.

 

Στη Σκάλα μάς επήρασιν, μέσα εις τα σχολεία,
μα έτσι κόσμον αξανά τα μμάδκια μου δεν είδαν.
Τζιαι εβουρούσαν ούλοι τους κλαμένοι, μπερδεμένοι,
γιατί νομίζαν ήμαστιν στην Άσσιαν σκοτωμένοι.

 

Τζιαι τα παιδκιά μας φτάσασιν με το ταξί, να ζήσουν,
για να μας πάρουν σπίτιν τους, να μας παρηγορήσουν.
Επήγαμε στην κόρη μας μ' έναν ποξιάν στο σιέριν,
γαίμαν εν θα εβκάλλαμεν, αν έμπηες μασιαίριν.

 

Τρίτην ημέραν ακριβώς, τ' Αυγούστου 'κοσιέξι,
ο Πλαστης μου λυπήθηκεν τζιαι άρχισεν να βρέξει.

 

Της Κύπρου τ' άγια χώματα όπου τζι αν πας να σκάψεις,
γαίμαν ελληνικό θα βρεις, κόκκαλα θα ξεθάψεις.

 

Επιάσαν την Κερύνεια μας με τα ξενοδοχεία,
τζιαι κάθουνται τζιαι σιαίρουνται οι Τούρτζιοι της Τουρκίας.

Εις το Βαρώσι μπήκασιν, ούλους αιχμαλωτίσαν,
έναν Ελληνοκύπριον τζιειμέσα δεν αφήσαν.

 

Θεέ μου, δώσ' μου ' πομονήν να τ' αντιμετωπίσω,
μες στο τσιατήρι που 'μαστιν να μεν αυτοκτονήσω.
Τα σπίδκια μ' αθθυμούμαι τα, όπου τζι αν ξοτζιοιμήσω,
τζιαι τον Θεόν παρακαλώ σπίτι μου να γυρίσω.

 

Έπιανα την καρέκλα μου εις στο στενό να κάτσω,
τζιαι της Θεκλούς του Θεορή πάντα να της φωνάξω.
Μακριά τωρά εφύαμεν που τα δικά μας σπίτια,
η μια στη Λεμεσό τζι η άλλη στην Ορμήδκειαν.

 

Άγιε Γιώρκη μου, με τ' άσπρο σου τ' αππάριν,
δεν το 'ξερες τους χωρκανούς να το 'καμνες χαπάριν;
Άγιε μου Θεόδωρε, τζιαι σου το θαύμα κάμε,
να  βοηθήσ' ο Πλάστης μου στα σπίδκια μας να πάμε.
Να πάμεν εις τα σπίδκια μας, να πάμε στο χωρκό μας,
τζι ύστερα ας μας θάψουσιν στο χώμα το δικό μας.

 

Άμαν ηφτάσω στο χωρκό, στου γιου μου θα βουρήσω,
αν εν οι πόρτες ξάνοιχτες, εγιώ θα του τες κλείσω.
Να πιάσω πένναν τζιαι χαρτίν, αδκειασερή να κάτσω,
εις την Αγγλία μονομιάς, Τάκη μου, να σου γράψω.

 

Για να γυρίσεις, Τάκη μου, στα σπίδκια τα δικά σου,
που με τους κόπους σ' έχτισες, τζιαι με τα έξοδά σου.
Να φέρεις τα μωρούδκια σου, που 'σιες καρκιάν καμένην,
στην Άσσια μας αλλαξανά, απελεφτερωμένην.

 

Τα μονοπάδκια κλείσασιν της Άσσιας τζιαι βαώσαν,
της πόρτας τα σιερικά εμείνασιν τζι αγιώσαν.

Γεώργιος και Ελένη Κουταλιανού

Ήρτασιν τα Χριστούγεννα, γενιέται ο Χριστός μας,
το δέντρο μας εστόλιζα μέσα στον ηλιακό μας.

 

Τα σπίδκια μας τζιαι τα στενά εμείναν λερωμένα,
εμάς μέσα εν πο'ν θωρούν τζι εν παραπονεμένα.
Σκουπίζαμεν, ραντίζαμεν, γιατ' ήτουν πανηγύρι,
τωρά είναι Χριστούγεννα τζι εμείς μες στο τσιατήρι.

 

Χρυσέ Άγιε Γιώρκη μου, οι Τούρτζιοι που σε 'πιάσαν,
επήραν σε στην ξενιτιάν, άτσιαπε πού σ' εχάσαν;
Κάμε φτερά τζιαι γύρισε, στην Κύπρο να πετάξεις,
να 'ρτεις να μπεις στην εκκλησιάν, στη θέση σου να κάτσεις.

 

Τότες τζιαι 'γιώ που πρόσφυγας  σπίτι μου να γυρίσω,
τζιαι να σου φέρω τάματα τζιαι να σε προσκυνήσω.
Απόστολε Αντρέα μου, δοξάζω τ' όνομά σου,
να 'ρτω που το καντζιέλλι σου μέσα στην εκκλησιά σου.

 

Τζιαι που την πόρταν που θα μπώ εγιώ θα γονατίσω,
τζιαι να 'ρτω στην εικόνα σου τζιαι να σε προσκυνήσω.
Τζιαι 'γιώ τζιείνα που σου 'ταξα εν να σου τα κρεμάσω,
αν βοηθήσει ο Θεός στο σπίτι μου τζιαι φτάσω.